ῥυπόωντα

ῥυπόωντα
ῥυπάω
to be filthy
pres part act neut nom/voc/acc pl (epic)
ῥυπάω
to be filthy
pres part act masc acc sg (epic)
ῥυπόω
to be filthy
pres part act neut nom/voc/acc pl (epic)
ῥυπόω
to be filthy
pres part act masc acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”